- προβατίνα
- η, Ν [πρόβατο]θηλυκό πρόβατο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβατίνα — προβατίνα, η και προβάτα, η το θηλυκό πρόβατο (το αρσ. κριάρι): Κι οι προβατίνες τρεις φορές γεννούν στο χρόνο απάνω (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδρόγαλη — η κατσίκα ή προβατίνα, που οι θηλές τών μαστών της έχουν εκ φύσεως μεγάλες οπές, από τις οποίες στάζει συνεχώς το γάλα χωρίς να τήν αρμέγει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + γάλα] … Dictionary of Greek
αναδεσαριά — η [αναδεσάρι] προβατίνα ή κατσίκα στην οποία προσκολλάται για θηλασμό αρνί ή ερίφιο που έχασε τη μητέρα του … Dictionary of Greek
αρνάδα — η 1. θηλυκό πρόβατο λίγων μηνών, που δεν έχει γεννήσει ακόμη 2. προβατίνα οποιασδήποτε ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *αρνάς, κατά το αμνάς (αμνάδα)] … Dictionary of Greek
γκιόσα — η 1. γερασμένη γίδα ή προβατίνα που δεν γεννά πλέον 2. γερασμένη, άσχημη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αλβ.) gjosa < (σλαβ.) kozje] … Dictionary of Greek
εύαρνος — εὔαρνος, ον (Α) 1. πλούσιος σε πρόβατα 2. (για προβατίνα) αυτή που γεννά καλά αρνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άρνος < αρήν, αρνός «αρνί»] … Dictionary of Greek
ζούλα — η 1. κατσίκα, προβατίνα 2. κλοπή, κλεψιά, υπεξαίρεση («έχει τρελάνει το αφεντικό του στη ζούλα») 3. μυστικότητα 4. κρυψώνας, κρύπτη 5. φρ. «στη ζούλα» μυστικά, κρυφά, κλεφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη δεύτερη σημασία, υποχωρητικό παράγ. τού ρ. ζουλώ*] … Dictionary of Greek
κουδέλλα — κουδέλλα, ἡ (Μ) προβατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αραγωνικό gouelho] … Dictionary of Greek
λωλοπροβάτα — και λωλοπροβατίνα, ἡ (Μ) χαζή προβατίνα … Dictionary of Greek
μαργιά — η προβατίνα που έπαυσε να γεννά, αλλ. σκολάδα … Dictionary of Greek